Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Τα κακά Χριστιανόπουλα της δημοσιογραφικής (μας) Ορθοδοξίας.


Κάθε ενασχόληση, έχει τα δικά της μέτρα με τα οποία αξιολογείται τελικά ο καθένας που με τον ένα ή άλλο τρόπο κινείται πέριξ αυτής.

Πχ. ο χειρουργός ανάλογα με το ποσοστό επιτυχίας των επεμβάσεών του, ο ορειβάτης με το ποσοστό των ολοκληρωμένων αναρριχήσεών του, ο εραστής με την επίτευξη των οργασμών που προκαλεί σε μια γυναίκα, κοκ.

Και μάλιστα, όσο πιό δύσκολες περιπτώσεις διεκπεραιώνει με επιτυχία ένας χειρουργός τόσο πιο διακεκριμένος, όσο πιο δυσπρόσιτες οι κορυφές που κατακτά ο ορειβάτης τόσο πιο αξιοθαύμαστος και όσο πιο παραιτημένα είναι τα κορμιά που καταφέρνει να αφυπνίσει ερωτικώς ο εραστής, τόσο πιο …περιζήτητος. (μπορώ να σας πώ μάλιστα, πολύ πιο περιζήτητος και από τον καλύτερο χειρουργό-γιά τον ορειβάτη δεν συζητάμε καν αφού κανένα πουλί δεν πετάει πάνω από κάποιο υψόμετρο, πολύ δε περισσότερο εκείνο του ορειβάτη που και λόγω των ιδιαίτερων κλιματικών συνθηκών, έχει και μια επιπλέον δικαιολογία).

Με λίγα λόγια δηλαδή, δεν είναι η συχνότητα ενός εγχειρήματος εκείνη που μας χαρίζει την όποια "δόξα", (δηλαδή την κοινή θετική πεποίθηση) αλλά μάλλον ο βαθμός δυσκολίας του.

Και στην ενασχόληση με την δημοσιογραφία, τα πράγματα τελικά δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Κατά την διαμορφωμένη λοιπόν αντίληψη, "καλός" δημοσιογράφος είναι αυτός ο οποίος θα μπορέσει να πάρει συνέντευξη από την πλέον δυσπρόσιτη προσωπικότητα, που συνήθως ηδονίζεται να κλείνει βροντερά την πόρτα της σε δυστυχείς συναδέλφους δημοσιογράφους και όσες (λίγες) φορές αποφασίζει να μην την κλείσει, τότε οι συνάδελφοι αυτοί γίνονται ακόμη …δυστυχέστεροι, υφιστάμενοι τις όποιες συμπεριφορικές ιδιαιτερότητές της. Αν δε μάλιστα η προσωπικότης αυτή τυγχάνει να είναι και ηλικιακώς εις το προαύλιο του Άδη, τότε τα πράγματα είναι ακόμη καλύτερα γιά τον φιλόδοξο συνεντευξιαστή αφού "αυτή η συνέντευξη θα μείνει στην ιστορία ως η τελευταία του" και πάντα φυσικά και με λίγη καλή "τύχη", που θα θέλει τον συνεντευξιαζόμενο νεκρό λίγα μόλις δευτερόλεπτα μετά το "σας ευχαριστώ γιά τον χρόνο σας", το δημοσιογραφικό ανδραγάθημα θα είναι αδιαμφισβήτητο !

Σχεδον πάντα λοιπόν τέτοιοι άνθρωποι, απολύτως αξιοσέβαστοι ως προς το έργο τους (ίσως και θεοί) ωστόσο, ως ιδρυτές νέων κωδίκων, εξαιρετικά ακραίας κοινωνικής συμπεριφοράς, που ενίοτε δεν διέπεται απλώς από την αρετή του σνομπισμού αλλά συχνά φτάνει και σε σημεία κοινής "απανθρωπιάς", γίνονται αντικείμενα δημοσιογραφικής θήρας. Ενδεικτικά θα αναφέρω την περίπτωση Μάνου Χατζιδάκι, μια συνέντευξή του οποίου  ανέκαθεν αποτελούσε το όνειρο κάθε δημοσιογράφου που όμως, αν παρ' ελπίδα επραγματοποιείτο τότε, ώ τι δράμα, αμέσως το ίδιο όνειρο μετατρεπόταν σε εφιάλτη. Και αντί μετά από μια τέτοια συνέντευξη ο δημοσιογράφος να μπορούσε να κρεμάσει το κεφάλι του συνθέτη ως τρόπαιο στον τοίχο των επαγγελματικών του "επιτυχιών", συνήθως κατέληγε με το δικό του "κεφάλι"να κοσμεί τον τοίχο του μυθικού μας συνθέτη.

Ο Μάνος Χατζιδάκις όμως από πολλού εξέλιπε και την θέση του τα τελευταία χρόνια δείχνει να έχει ...παραχωρήσει ο υπέροχος ποιητής και διανοητής Ντίνος Χριστιανόπουλος. Κάθε δημοσιογράφος πλέον ονειρεύεται μιά συνέντευξη με αυτόν τον σημαντικότατο Έλληνα κάτι σαν το προσωπικό του τάμα, κάτι σαν το προσωπικό του ταξίδι στους αγίους τόπους της δημοσιογραφίας.Και φυσικά θεωρεί πως αν καταφέρει "και αυτό", ε τότε το όνομά του ασφαλώς θα καταχωρηθεί σε κάποιο παγκόσμιο δημοσιογραφικό λίμπρο ντ' όρο.

Αυτό εν πρώτοις δεν δείχνει και τόσο "κακό", και ποιός αλήθεια δεν θάθελε έστω και απλώς να συνομιλήσει με ένα τέτοιο πνευματικό μέγεθος ? Τα πράγματα όμως αρχίζουν να παίρνουν μια άλλη τροπή όταν η επιθυμία μας αυτή δεν συνοδεύεται και δεν υποστηρίζεται και από μιά αντίστοιχη παιδεία, ώστε να μην καταλήγουμε να ρωτάμε πχ. ένα Νανόπουλο τι ζώδιο είναι ή ένα Μίκη Θεοδωράκη αν του αρέσουν οι λαχανοντολμάδες. Διότι σε μια τέτοια περίπτωση, η χαρά μας γιά το ότι καταφέραμε τσάτρα-πάτρα να επιβιβαστούμε σε ένα τέτοιο πνευματικό υπερωκεάνειο δεν θα καταφέρει να μας σώσει αφού, πριν το κάνουμε, δεν είχαμε την σοφία να διαβάσουμε το όνομά του και να δούμε πως μπορεί να λέγεται και …Τιτανικός. Και μάλιστα, ο προσωπικός μας Τιτανικός.


Άνθρωποι λοιπόν που συνήθως η όποια σχέση τους με τα γράμματα είναι ακριβώς η ίδια που έχει ο Πάγκαλος με τη γυμναστική και με ένα "θάρρος" με το οποίο συνήθως οπλίζεται κάθε ένας που έχει πλήρη άγνοια της αγραμματοσύνης του, προσπαθούν να "συνομιλήσουν" μαζί τους. Μια τέτοια θλιβερή "προσπάθεια" είδα τις προάλλες από την κατά τα άλλα ευειδή κυρία Πόπη Τσαπανίδου. Και οφείλω να ομολογήσω πως, ενώ στην αρχή εξοργίστηκα γιά το αφελές της προσεγγίσεώς της, αργότερα ως άνθρωπος ειλικρινά την λυπήθηκα. Αντιμετωπίστηκε (ως της άξιζε φυσικά) με τέτοια σκωπτικότητα αλλά και με τέτοια απαξιωτική διάθεση από τον ποιητή που είμαι σίγουρος πως …την επόμενη φορά που θα επιχειρήσει κάτι ανάλογο, θα μετρήσει πολύ καλύτερα το πνευματικό της μπόι το οποίο μπορεί να αποδεικνύεται επαρκέστατο γιά μια χαριτωμένη εκπομπούλα όχι όμως και γιά μια προσέγγιση σε ένα ποιητή ακόμη και ελαχίστου μεγέθους, πολύ δε περισσότερο του μεγέθους ενός Χριστιανόπουλου.


Μα θάμουν τελείως άδικος αν έλεγα πως η κυρία Τσαπανίδου είναι η μοναδική περίπτωση. Ανάλογη τύχη είχε και ο αγαπητός Σταύρος Θεοδωράκης όταν ήρθε κι εκείνος ενώπιος-ενωπίω με τον ίδιο άνθρωπο. Απλώς ο Θεοδωράκης αποδείχτηκε περισσότερο ευφυής και ευέλικτος από την κυρία Τσαπανίδου και την ώρα που ο ποιητής τον γιαούρτωνε ο Θεοδωράκης, γνωρίζοντας το επικοινωνιακό παιχνίδι πολύ καλύτερα από την προαναφερθείσα συνάδελφό του, καμωνόταν πως δοκίμαζε με ενδιαφέρον το γιαούρτι που τάχα τον …φίλευε ο Χριστιανόπουλος. Και φυσικά δεν είναι ούτε μόνο η περίπτωση Τσαπανίδου και Θεοδωράκη, ούτε και μόνο η περίπτωση Χριστιανόπουλου.


Ανάλογης δημοσιογραφικής ευφυίας είναι και οι προσεγγίσεις πολλών άλλων και ενδεικτικά μου έρχεται η περίπτωση της κυρίας Βίκυς Φλέσσα η οποία έχει το μοναδικό χάρισμα να μετατρέπει κάθε της συνέντευξη σε μια τραγικά χαμένη ευκαιρία. Άστοχες και ανόητες ερωτήσεις, τοποθετήσεις των συνεντευξιαζόμενων οι οποίες περνούν απαρατήρητες και χωρίς την ελάχιστη δημοσιογραφική τους "εκμετάλλευση" κατά τη συνέχεια της συνεντεύξεως και κυρίως ελαφρότητα αντιμετώπισης σημαντικότατων καλεσμένων οι οποίοι συνήθως από ευγένεια αντιμετωπίζουν με συγκατάβαση τo όλο φιάσκο αλλά ο τηλεθεατής ή ο αναγνώστης κυριολεκτικά εξοργίζεται, και για τις βλακωδέστατες ερωτήσεις που γίνονται αλλά κυρίως για τις ερωτήσεις που, (ενώ από την κουβέντα λογικώς προκύπτουν), δεν έγιναν ποτέ.


Φυσικά στο σημείο αυτό δεν θα μπορούσε κανείς να παραγνωρίσει και την συνευθύνη του συνεντευξιαζόμενου γιά τον (ουσία) διασυρμό του αφού οφείλει να γνωρίζει το πνευματικό βάρος (ή την πνευματική ελαφρότητα) του κάθε ενός που τον προσκαλεί. Και δόξα τω θεώ είμαστε μια μικρή χώρα και όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας οπότε "δεν ήξερα" δεν υπάρχει. 

Σε αυτό το σημείο οφείλω να συγχαρώ τον κύριο Χριστιανόπουλο, διότι η "ανεξήγητα" (από τους περισσότερους) εκρηκτική ιδιοσυγκρασία του, όχι μόνο δεν του επιτρέπει να γίνει βορά του κάθε ανοήτου και μωροφιλόδοξου αλλά τον μετατρέπει από  κυνηγημένο σε κυνηγό. Ο άνθρωπος που δεν δίστασε να ονομάσει δημόσια την ερωτική επιθυμία "καύλα", θα ήταν απολύτως ανακόλουθο να είχε την ελάχιστη κοινωνική αναστολή να καταχεριάσει λεκτικώς ή και να ευτελίσει πλήρως τον κάθε ανεπαρκή, τον κάθε ολίγο.

Και φυσικά, ως άριστος πνευματικός ιχνηλάτης ο κύριος Χριστιανόπουλος, εξ αρχής και εξαιρετικά εύκολα "αναγνωρίζει" το πνευματικό βάρος του ανθρώπου που κάθε φορά στέκει απέναντί του και αν δέχεται να συνομιλήσει μαζί του είναι μόνο γιατί ο ίδιος, ο τελικά τσαχπίνης κύριος Χριστιανόπουλος "καυλώνει" με ένα τέτοιο παιχνίδι, ένα παιχνίδι κατά το οποίο ο πάνοπλος θηρευτής, από μια μόνο ριπή εύστοχων και ιοβόλων παρατηρήσεων, μετατρέπεται από τη ένδοξη λεία του σε ένα ολόγυμνο κι ανυπεράσπιστο θήραμα άξιο, μόνο γιά να το λυπηθεί ο χορός και να το ο θεατής. 

Και αν αυτό το παιχνίδι εκτός από τον κύριο Χριστιανόπουλο "καυλώνει" και μένα, είναι γιατί η όλη "ιδέα" (ελληνιστί concept) πάνω στην οποία βασίζεται το όλον show, τελικά διδάσκει το πόσο εύκολα η πανίσχυρη "τάξις" των εγνωσμένων αξιών (υπεύθυνη γιά τα περισσότερα δεινά μας),  μπορεί να ανατραπεί από μια κοινωνία που αποφασίζει να επαναδιατυπώσει και τους κώδικές της και τις προτεραιότητές της, αναγνωρίζοντας την πνευματικότητα ως το πλέον θανατηφόρο όπλο κατά του παντοδύναμου πλην όμως άνου εχθρού. Στην ουσία δηλαδή, ένα μάθημα αποτελεί η φαινομενική αγένεια και επιθετικότητα του κυρίου Χριστιανόπουλου, ένα μάθημα γιά το "πώς οι δούλοι γίνονται ελεύθεροι" όπως επιγράφεται και κάτω από το άγαλμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ένα μάθημα για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε κάποτε να γίνει η αληθινή επανάσταση. Και ειδικά μέρες σαν και τούτες, από ένα τέτοιο "μάθημα" δεν θάπρεπε να λείπει κανείς.

Σημείωσις εκ των υστέρων : 

Εκτός όλων των ανωτέρω, βρίσκω άπειρες πραγματολογικές αναλογίες μεταξύ της ιστορίας δημοσιογράφων-Χριστιανόπουλου και του παραμυθιού της Κοκκινοσκουφίτσας, σύμφωνα με το οποίο, οι αθώες και καλοπροαίρετες  κοκκινοσκουφίτσες της δημοσιογραφίας, αγνοώντας πλήρως τους νόμους του δάσους και προκλητικότατα αδιαφορώντας  για την ίδια τη "φύση" του λύκου Χριστιανόπουλου, στην αναζήτηση μιάς ιδιότυπης ηδονής, αυτής της εθελούσιας θυματοποίησης, δεν διστάζουν να βάλουν το κεφάλι τους ως το στόμα του, ώστε χρησιμοποιώντας τα ενστικτώδη αντανακλαστικά του να αποδείξουν (?) πως είναι όντως εκείνος "κακός" και "άρα" από κάποια "αυτόματη λογική" αντιδιαστολή, συνεπαγωγικά εκείνες είναι "καλές".

Φυσικά και ως γνωστόν, στο τέλος του παραμυθιού ο "κακός" Λύκος, τιμωρούμενος γιά την φύση του, ξεσκίζεται από τους "καλούς" ξυλοκόπους ενώ η άθλια Κοκκινοσκουφίτσα σώζεται, επιβραβευόμενη και γιά την ηλιθιότητά της και φυσικά και γιά την πουτανιά της.

Και αν ο "ιδιόρρυθμος" Χριστιανόπουλος ενοχλεί γιά κάτι, αυτό τελικά δεν είναι ούτε η ποίησή του (σιγά μην ασχολούνται με αυτήν οι ξυλοκόποι των media) ούτε και η όποια στάση ζωής που ποτέ ο ίδιος δεν έκρυψε από κανέναν. Εκείνο που πραγματικά τους ενοχλεί, είναι το ότι ως γνήσιος αναρχικός, στο παραμύθι αυτό, όπως και σε κάθε άλλο παραμύθι, έχει τα αρχίδια να βάζει το τέλος που εκείνος γουστάρει επικαλούμενος αισθητικές αποδείξεις. Και το να αλλάζεις τη ροή του παραμυθιού, γιά κάποιους δεν αποτελεί απλά μια ύβρι αλλά και τον υπέρτατο κίνδυνο γιά όλο το (παραμυθένιο τους) σύστημα.